- παραπαίω
- ΝΑνεοελλ.1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέωαρχ.1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα λογικά μου4. παραπλανώμαι5. βρίσκομαι σε πλάνη, πλανώμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + παίω «χτυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.